- καταπομπός
- καταπομπ-ός, ὁ,A one who conveys or delivers, c. gen., POxy.1415.5 (iii A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταπομπός — καταπομπός, ὁ (Α) πάπ. αυτός που φέρνει ή παραδίνει κάτι σε κάποιον («καταπομπὸς οἴνου», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πομπός (< πομπός < πέμπω), πρβλ. ανα πομπός, προ πομπός] … Dictionary of Greek